-
1 καταβρίθω
A to be heavily laden, weighed down by a thing,ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι Hes.Op. 234
;ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε Theoc.7.146
.II trans., weigh down, outweigh, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβρίθω
-
2 ἔρα
ἔρα, ἡ,A earth, Erot.s.v. ἕρπει, Sch.Il.Oxy.221x28, EM369.24 Hsch. (also expld. as, = κοιλία), cf. Str.16.4.27:—Adv. [full] ἔραζε, [dialect] Dor. [full] ἔρασδε, to earth,κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Od.15.527
;ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔ. 22.85
, cf. Hes.Op. 421, 473 ; soνιφάδες δ' ὡς πῖπτον ἔ. Il.12.156
;οὑμὸς δὲ πότμος..κυρῶν ἄνω ἔ. πίπτει A.Fr. 159
;ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε Theoc.7.146
; on the ground,θάλλειν Mosch.2.66
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский